συνηλικία

συνηλικία
και μτγν. ποιητ. τ. συνηλικίη, ἡ, Α [συνῆλιξ, -ήλικος]
ομάδα παιδιών τής ίδιας ηλικίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνηλικιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνηλικιώτισσα Ν, θηλ. συνηλικιῶτις, ώτιδος, Μ αυτός που έχει την ίδια ηλικία με άλλον, ο συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνηλικία + επίθημα ιώτης (πρβλ. στρατ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”